- παραδιώχνω
- Ν, παραδιώκω Α [διώχνω / διώκω]νεοελλ.διώχνω, συνήθως με τρόπο δυσάρεστο ή μειωτικό («μη μέ μαλώνεις βρε πουλί και μη μέ παραδιώχνεις», δημοτ. τραγ.)αρχ.1. απορρίπτω2. καταδιώκω3. παθ. παραδιώκομαιακολουθώ με πολύ γρήγορη διαδοχή.
Dictionary of Greek. 2013.